καθέζετ'

καθέζετ'
καθέζετο , κατά-ἕζομαι
seat oneself
aor ind mid 3rd sg (epic)
καθέζετο , κατά-ἕζομαι
seat oneself
imperf ind mp 3rd sg (epic)
καθέζεται , κατά-ἕζομαι
seat oneself
pres ind mp 3rd sg (epic)
καθέζεται , κατά-καθέζομαι
sit down
pres ind mid 3rd sg
καθέζετο , κατά-καθέζομαι
sit down
imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”